ανειρήνευτος

ανειρήνευτος
-η, -ο
αυτός που δεν ειρηνεύει ποτέ, δεν μπορεί να ζει ειρηνικά ή αυτός που δεν επιδέχεται ειρήνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ειρηνεύω. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή της Φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη (1824-1893)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανειρήνευτος — η, ο αυτός που δεν περνά τις μέρες του ειρηνικά: Ζούσε σε ανειρήνευτο αγώνα με τον ίδιο του εαυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”